Κάθε Παρασκευή 4.30 με 5.00 στην ΕΡΑ Σερρών θα μιλάμε για θέματα διαδικτύου στην εκπομπή “Μαζί στο Διαδίκτυο”.
Η αρχή έγινε την Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018 με θέμα την διαδικτυακή μας εικόνα και αφορμή ήταν η ταινία “The perfect selfie“.
Παραθέτω το κείμενο στο οποίο στηρίχθηκα και για τις δύο μου δραστηριότητες.
__________
Ζούμε στην εποχή της εκμετάλλευσης του διαδικτύου. Δεν είναι κακό να το παραδεχτούμε και δεν είναι τόσο κακό όσο μπορεί να ακουστεί.
Καθένας από εμάς έρχεται στα κοινωνικά δίκτυα ως «προϊόν» ή μάλλον ως «πακέτο προϊόντων» και αυτοπροβάλλεται κατ’επανάληψη άλλοτε άναρχα – συνήθως στην αρχή – κι αργότερα με στόχο ή και στρατηγική.
Μα, θα μου πείτε, «δεν είμαστε προϊόντα!». Φυσικά και είμαστε. Οι στιγμές που μοιραζόμαστε είναι από μόνες τους μικρά πακέτα προϊόντων.
Αυτό που αισθανόμαστε είναι προϊόν.
Και βέβαια, απουσία της φυσικής παρουσίας, το πακέτο μας συστήνεται με την διαδικτυακή μας εμφάνιση. Το άβαταρ ή την φωτογραφία του προφίλ μας, το ψευδώνυμο και ίσως ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα σε μορφή μιας πρότασης.
Κι όλα αυτά δεν τα χρησιμοποιούμε απλά για να συστηθούμε αλλά για να τραβήξουμε την προσοχή ώστε να συστηθούμε. Σε αυτές τις συστάσεις κυριαρχούν οι εικόνες. Οι εκφράσεις μας. Οι αποτυπώσεις της παρουσίας μας.
Οι σέλφις είμαστε εμείς, οι γκριμάτσες μας, η αύρα μας, το όλο μας – χωρίς την αφή και χωρίς την όσφρηση, βασικές δυνατότητες αναγνώρισης κινδύνου και όχι μόνο.
Δεν υπάρχει πιο ολοκληρωμένος τρόπος αυτοπαρουσίασης αυτή τη στιγμή στα κοινωνικά δίκτυα. Πιθανότατα σύντομα κι αυτές ακόμα οι σέλφις θα αντικατασταθούν από τα ολογράμματα. Τι πρόκληση που θα είναι κι αυτή!
«Στόχος είναι το περίφημο Word Of Mouth [φήμη/διάδοση από στόμα σε στόμα]. Να διαμοιραστούμε και να συζητηθούμε». Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διαδοθούμε.
Προσπαθούμε επαναλαμβανόμενα να προκαλέσουμε προσοχή ώστε να μας δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστούμε.
Δε μπορούν να μας αγγίξουν, δε μπορούν να μας μυρίσουν, πρέπει να βεβαιωθούμε πως μας βλέπουν!
Όσο παράξενο κι αν ακούγεται, αυτή η ανάγκη κυριαρχεί σε κάθε φωτογραφία μας στα κοινωνικά δίκτυα. Θέλουμε να βεβαιωνόμαστε πως μας βλέπουν.
Όταν λάβουμε ικανοποιητική επιβεβαίωση για αυτή την ανάγκη, αρχίζουμε να εκλιπαρούμε για αναγνώριση. Δεν αρκεί να μας βλέπουν. Θέλουμε να μας θυμούνται. Να μη μας ξεχάσουν. Θέλουμε να μας γνωρίσουν και να μπορούν να μας αναγνωρίσουν.
Όχι, δε ξεκινούν όλα με έναν ακμάζοντα ναρκισσισμό. Όλα ξεκινούν με πολύ βασικές ανθρώπινες ανάγκες σε ένα περιβάλλον απόλυτου σκότους.
Κι αναπόφευκτα αναρωτιόμαστε μέχρι πού μπορεί να φτάσει αυτό. Πόσο μπορεί να εξελιχθεί; Σε ποιο σημείο ξεφεύγει κανείς από το μέτρο και ποιος ορίζει τελικά το μέτρο;
Από την ανάγκη να μας δουν, ύστερα να μας αναγνωρίζουν, προχωράμε στην ανάγκη να νοιώσουμε σημαντικοί κι αργότερα όλο και πιο ξεχωριστοί.
Όταν έρχεσαι στα σόσιαλ κι αρχίσεις να αποκτάς στόχο, παύεις να ανήκεις μόνο στον εαυτό σου. Αρχίζεις κι ανήκεις σε αυτούς που συντηρούν το θέαμα σου.
Αν φτάσεις στο σημείο να πρέπει να αποφασίσεις αν μια δημοσίευση θα δυσαρεστήσει ή θα απογοητεύσει, εκεί παύεις να ανήκεις στον εαυτό σου κι αρχίζεις να τον χάνεις.
Πιθανότατα παύει να έχει δυναμική κι ο στόχος της προβολής σου.
Γίνεσαι όμηρος αυτού που προκαλείς.
Όλη η πορεία από την στιγμή που θα αποκτήσουμε διαδικτυακή παρουσία και θα αρχίσουμε να συμμετέχουμε και να αναπαραγόμαστε ως περιεχόμενα, μέχρι ενός σημείου είναι ελεγχόμενη.
Από την στιγμή που θα αρχίσουν τα γρανάζια της διάδοσης να μας μεταφέρουν, σχεδόν όλα είναι έξω από τον έλεγχο μας.
Διότι σχεδόν όλα στο διαδίκτυο είναι θέμα ερμηνείας.
Βλέπετε, το περιεχόμενο όπως και η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι πλέον θέμα του αναγνώστη. Του δέκτη.
Από την στιγμή που αφήνεσαι στα χέρια ενός άλλου μυαλού, δεν μπορείς να κάνεις πλέον τίποτα για να ορίσεις εσύ την ερμηνεία που θέλεις.
Το ερώτημα που γεννάται είναι «Μπορούμε να διαχειριστούμε αυτό που προκαλούμε; Μπορεί ένας έφηβος;»
Ο κόσμος θυμάται αυτό που ένιωσε και αρέσκεται να πιστεύει πως αυτό που ένιωσε είναι διαρκές. Πώς να ξεφύγει από αυτό ένας έφηβος; Ακόμα και για τους ενήλικες είναι δύσκολο.
Όσο κι αν διδάξουμε στους θεατές μας πως αυτό που είμαστε διαδικτυακά είναι απλά στιγμές, θα έχουμε πάντα να αντιμετωπίσουμε (και θα χάνουμε σε αυτή τη μάχη) το συναίσθημα που μεταφέρουμε στον θεατή και που εκείνος το μεταφέρει αυτόματα σε εμάς πολλαπλάσιο ή αλλοιωμένο, να μοιάζει με απαίτηση που πρέπει να ικανοποιήσουμε. Αν δώσουμε περιστατικά χαράς θα καλύψει τα κενά της παρουσίας μας με χαρά κι αν του δώσουμε περιστατικά πόνου θα θεωρήσει αυτόματα πως έτσι είμαστε πάντα. Κι ό,τι προκαλέσουμε θα επανέρχεται σε εμάς σαν πρόκληση να μην απογοητεύσουμε.
Κι είναι κι αυτό το ερώτημα. Γίνονται οι ασήμαντοι άλλοι, πιο σημαντικοί μας; Και με ποιο κριτήριο;
Αποκαλύπτουμε στιγμές ζωής και οι θεατές μας πλάθουν στο μυαλό τους ολόκληρο τον κόσμο μας επιβάλλοντας σε εμάς την μετάφραση του.
Καθένας με τους ευσεβείς πόθους του και τους φόβους του. Άλλοτε με καλοσύνη και γενναιοδωρία και άλλοτε με απωθημένα.
Ξεκινάς να υποδύεσαι τον εαυτό σου και στην πορεία ελλοχεύει ο κίνδυνος να μεταβάλεις αυτό που είσαι κατά τις παροτρύνσεις των χειροκροτητών σου.
Όποιο κενό έχει αφήσει το περιβάλλον στον ψυχισμό μας εκλιπαρούμε να το καλύψουμε στο διαδίκτυο όπου μας δίνεται μια θεατρική σκηνή κι ένα κοινό. Αυτό δεν έχει σχέση με τις σέλφις, έχει σχέση με τις ανάγκες που κρύβει ο καθένας μέσα του χωρίς να τολμά να τις δείξει στο περιβάλλον του και χωρίς το περιβάλλον του να μπορεί να τις αντιληφθεί.
Για αυτό πιστεύω πως απαιτείται μια καταλυτική σύμπραξη με το συμβατικό περιβάλλον.
Μια ισορροπία που άλλοτε θα λειτουργεί ανακόπτοντας το μύθευμα κι άλλοτε θα ενισχύει την ικανοποίηση μίας ανάγκης.
Μια ισορροπία που θα προκαλείται από την οικογένεια, τους φίλους και τις δραστηριότητες στην καθημερινότητα.
Κι οφείλω να επισημάνω εδώ την ευθύνη του συμβατικού περιβάλλοντος. Δεν έχει σημασία η ηλικία μας. Όταν οι σημαντικοί μας άνθρωποι που ζουν δίπλα μας, μας βλέπουν να βουλιάζουμε επαναλαμβανόμενα σε παλαβομάρες που μας προβάλουν με υπερβολή στο διαδίκτυο, οφείλουν να παρέμβουν!
Νομίζω πως μια καλή αρχή είναι να παραδεχτούμε πως κάθε εξέλιξη πρέπει να κάνει τη ζωή μας καλύτερη. Αν κάτι φτάσει να μας καταπιέζει δεν είναι εξέλιξη. Είναι τέλμα.
Η υπερβολή δεν είναι απλό τέλμα. Είναι καταστροφή. Είναι μια παραφωνία που όσο περισσότερο εμφανίζεται τόσο πιο εύκολα μπορεί να μας καταποντίσει. Ψυχολογικά πρωτίστως.
Σε κάθε περίπτωση οι έφηβοι – κι όχι μόνο – πρέπει να αντιληφθούν πως φυσικά και δεν είμαστε μόνο αυτό που δείχνουμε αλλά κι ούτε πρέπει να σκαρφιζόμαστε κάτι που δεν είμαστε ώστε να έχουμε κάτι ξεχωριστό να δείξουμε.
Ερχόμαστε στο διαδίκτυο με προσδοκίες (που άλλες φορές είναι ευσεβείς πόθοι και άλλες φορές φόβοι), σιωπές (που άλλοτε είναι συνειδητές αποφάσεις και άλλοτε αναπόφευκτα κενά φυσικής παρουσίας) και συναντούμε μια διαρκή κατάσταση υποκειμενικών ερμηνειών. Αυτά είναι τα artificial bugs της αφαιρετικής σκέψης στο διαδίκτυο -της ικανότητας του μυαλού δηλαδή να διαχωρίζει τα ουσιώδη από τα επουσιώδη, επανασυνθέτοντας την αλήθεια που ξεδιπλώνεται μπροστά του.
Αυτά είναι τα σόσιαλ.
Δεν είναι μόνο πως θέλουμε να γίνουμε αποδεκτοί, είναι που θέλουμε να αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση να επανασυστηθούμε ακόμα και σε εμάς τους ίδιους. Το σημείο στο οποίο αντί να επανασυστηθούμε, μπορούμε να μεταμορφωθούμε σε κάτι που δεν είμαστε ή δεν αντέχουμε να είμαστε είναι αυτό που μας ανησυχεί – κι αυτή την επικινδυνότητα θα την αντιληφθούν – πρέπει να την αντιληφθούν – πρώτοι οι άνθρωποι που είναι γύρω μας. Οι πραγματικά σημαντικοί μας άλλοι.
Είναι μια ενδιαφέρουσα πρόκληση να είμαστε πραγματικά σημαντικοί αλλά νομίζω πως περνά σιγά σιγά η εποχή αυτή στο διαδίκτυο. Κι έχει έρθει αμείλικτα μια άλλη πρόκληση. Το στοίχημα να είμαστε πραγματικά υπεύθυνοι – όχι όμως όταν πρέπει να προχωρήσουμε αλλά όταν απαιτείται να κάνουμε κάποια βήματα πίσω.